- θαλαμευτός
- θᾰλᾰμ-ευτός, ή, όν,A hidden in a
θάλαμος, θησαυρὸς Μουσᾶν Tim.Pers.245
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θάλαμος, θησαυρὸς Μουσᾶν Tim.Pers.245
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλαμευτός — θαλεμευτός, ή, όν (Α) [θαλαμεύω] κλεισμένος σε θάλαμο, κρυμμένος σε θάλαμο … Dictionary of Greek
θαλαμευτόν — θαλαμευτός hidden in a masc acc sg θαλαμευτός hidden in a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)